Όπως γνωρίζετε, η σύσταση και λειτουργία της Επιτροπής της Διεθνούς Επιτροπής για το Έλεγχο των Ναρκωτικών, που δραστηριοποιείται από το 1968, είναι συνυφασμένη με τις τρεις διεθνείς συμβάσεις για τα ναρκωτικά του ΟΗΕ (του 1961, του 1971 και του 1988) οι οποίες έχουν στόχο τo διεθνή έλεγχο των ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Σήμερα, σε όλο τον κόσμο, είναι ελάχιστα τα κράτη που δεν έχουν υπογράψει μία ή περισσότερες από τις συμβάσεις αυτές, και ρόλος της Επιτροπής είναι να εξακριβώσει κατά πόσο αυτά εκπληρώνουν τις απορρέουσες υποχρεώσεις τους, εναρμονίζοντας το θεσμικό τους πλαίσιο και λαμβάνοντας τα απαραίτητα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα. Όπου διαπιστώνει αποκλίσεις, η Επιτροπή προβαίνει σε συγκεκριμένες συστάσεις, ενώ παρέχει και εκπαίδευση, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, σε αξιωματούχους που ασχολούνται με τον έλεγχο των ναρκωτικών.
Η Έκθεση, όπως κάθε χρόνο, στο κύριο σώμα της περιλαμβάνει μια επισκόπηση της παγκόσμιας κατάστασης βάσει των στοιχείων που έχουν υποβληθεί από τις κυβερνήσεις σχετικά με την περιφερειακή συνεργασία, τη νομοθεσία και την πολιτική για τα ναρκωτικά, την καλλιέργεια, παραγωγή, παρασκευή, διακίνηση και χρήση και θεραπεία. Επίσης, αναδεικνύει κάποια ειδικά θέματα και αποπειράται να εντοπίσει ή να προβλέψει επικίνδυνες νέες τάσεις και να προτείνει μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Για τα παραπάνω θα σας μιλήσει σε λίγο ο Διευθυντής του ΚΕΘΕΑ Χαράλαμπος Πουλόπουλος.
Εγώ θα ήθελα, καταρχάς, να σταθώ στο θέμα που η Επιτροπή αποφάσισε φέτος να αναδείξει ως κεντρικό: ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών προϋποθέτει από κοινού ανάληψη της ευθύνης από τα κράτη.
Το INCB στην ετήσια έκθεσή του εφιστά επίσης την προσοχή στη συνυπευθυνότητα της διεθνούς κοινότητας για τον έλεγχο των ναρκωτικών. Τα ναρκωτικά μπορούν να κυκλοφορούν εκατέρωθεν των συνόρων και μεταξύ των ηπείρων, από τον παραγωγό στον έμπορο, από τη μια κοινωνία στων άλλη και από την εμπορία στην παράνομη χρήση. Σε αυτό τα δεδομένα βασίστηκε και η δημιουργία του διεθνούς συστήματος ελέγχου των ναρκωτικών.
Εδώ και μερικές δεκαετίες η μείωση της παράνομης ζήτησης για τα ναρκωτικά και οι επιπτώσεις της χρήσης στη δημόσια υγεία θεωρούνταν αποκλειστικά εγχώρια θέματα. Από τη δεκαετία του 80 και έπειτα, με την πρόοδο της τεχνολογίας και την αύξηση της κινητικότητας του πληθυσμού η αυστηρή διάκριση μεταξύ των λεγόμενων “χωρών παραγωγής” και “χωρών κατανάλωσης” ναρκωτικών δεν ισχύει πλέον, διότι πολλές χώρες άρχισαν να υποφέρουν πλέον από παράνομη παραγωγή, διακίνηση και χρήση ταυτοχρόνως. Οι χώρες παραγωγής έγιναν και χώρες κατανάλωσης και οι χώρες κατανάλωσης έγιναν και χώρες παραγωγής.
Σε αυτές τις παγκοσμιοποιημένες συνθήκες η αρχή της συνυπευθυνότητας δεν μπορεί να εφαρμοστεί, εάν κάθε χώρα δεν αναλάβει καταρχήν την ευθύνη να μειώσει τη δική της παράνομη προσφορά και ζήτηση για τα ναρκωτικά.
Στο πλαίσιο αυτό η Επιτροπή επίσης επισημαίνει ότι προτάσεις για τη νομιμοποίηση της κατοχής ναρκωτικών για μη ιατρικούς και μη επιστημονικούς σκοπούς, δηλαδή για “ψυχαγωγική” χρήση, παραβιάζουν τις διεθνείς συμβάσεις και θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τους στόχους του όλου συστήματος ελέγχου των ναρκωτικών. Οι υποστηρικτές αυτών των πρωτοβουλιών, επισημαίνει ο ΟΗΕ, αγνοούν τη δέσμευση των κυβερνήσεων για προώθηση της υγείας και της ευημερίας των πολιτών τους, και το αυξανόμενο σώμα επιστημονικών στοιχείων που τεκμηριώνουν τις βλάβες που συνδέονται με τη χρήση ναρκωτικών, συμπεριλαμβανομένης της περιστασιακής χρήσης, ιδίως μεταξύ των νέων κατά το στάδιο της ανάπτυξής τους. Επιπλέον, τέτοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας και θα στείλει ένα ψεύτικο μήνυμα προς το κοινό, και ιδίως στα παιδιά, όσον αφορά τις επιπτώσεις της χρήσης στην υγεία.
Μερικοί, σημειώνει ακόμα η Επιτροπή, έχουν υποστηρίξει ότι οι προτάσεις αυτές θα εξαλείψουν τις παράνομες αγορές και το οργανωμένο έγκλημα που σχετίζεται με τα ναρκωτικά. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτές οι πρωτοβουλίες υλοποιηθούν, οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες θα εμπλακούν ακόμα βαθύτερα δημιουργώντας για παράδειγμα, μια μαύρη αγορά για την παράνομη προμήθεια
πρόσφατα νομιμοποιημένων ουσιών στους νέους. Για να αντιμετωπιστεί το οργανωμένο έγκλημα και η βία που συνδέονται με το παράνομο εμπόριο ναρκωτικών, το πιο αποτελεσματικό εργαλείο είναι η πρωτογενής πρόληψη της χρήσης ναρκωτικών, σε συνδυασμό με την απεξάρτηση και την κοινωνική επανένταξη, καθώς και μέτρα μείωσης της προσφοράς, όπως προβλέπονται από τις διεθνείς συμβάσεις.
Η Επιτροπή προτρέπει για συνεργασία σε όλα τα επίπεδα και υπογραμμίζει ότι το πρόβλημα των ναρκωτικών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα, χωρίς να ληφθούν υπόψη άλλα σημαντικά παγκόσμια ζητήματα, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η οικονομική ανάπτυξη, η διαφθορά, το οργανωμένο έγκλημα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η εφαρμογή των αρχών της συνυπευθυνότητας, λέει η Επιτροπή, είναι το κλειδί για την επιτυχία των πολιτικών καταπολέμησης των ναρκωτικών και σε εθνικό επίπεδο. Για το σκοπό αυτό, συνεχίζει η Επιτροπή, είναι αναγκαία μια προσέγγιση ολοκληρωμένη, ισορροπημένη, μακροπρόθεσμη και διεπιστημονική που θα συνδυάζει την κοινωνική πολιτική, την υγεία, την εκπαίδευση, την επιβολή του νόμου και της δικαστικής εξουσίας, με την ενεργό συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων φορέων και της κοινωνίας των πολιτών.
Η σύσταση αυτή είναι ιδιαίτερα επίκαιρη για τη χώρα μας αυτή τη στιγμή που βρίσκεται στη βουλή το σχέδιο νόμου για τα ναρκωτικά. Πράγματι, το νομοσχέδιο οργανώνει με καλύτερο τρόπο τα όργανα και τις διαδικασίες χάραξης και υλοποίησης της εθνικής στρατηγικής για τα ναρκωτικά, ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων συντελεστών, χωρίς να καταργεί την αυτοτέλειά τους και αποβλέποντας σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των ενεργειών και των δράσεων.
Επιπλέον το νομοσχέδιο, στην αρχική τουλάχιστον μορφή του, αποκαθιστούσε την αναλογικότητα των ποινών, ώστε να αντιμετωπίζονται αυστηρότερα οι μεγαλοδιακινητές και ευνοϊκότερα οι εξαρτημένοι μικροπαραβάτες, κατοχυρώνει το δικαίωμα σε θεραπεία και διευρύνει τα εναλλακτικά της φυλάκισης μέτρα.
Ωστόσο, η αυστηροποίηση των ποινών στο νομοσχέδιο την τελευταία στιγμή με τροπολογία (κάθειρξη η μικροδιακίνηση ναρκωτικών), η προώθηση των προγραμμάτων συντήρησης στη φυλακή και η εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων για υφ’ όρον απόλυση χωρίς εχέγγυα και προϋποθέσεις (αρ. 35) και άλλες αλλαγές που επήλθαν τις τελευταίες μέρες, αλλοιώνουν το χαρακτήρα του νομοσχεδίου και το προσανατολίζουν προς την καταστολή και τη συντήρηση.
Επιπλέον, ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου είναι, βεβαίως, απολύτως αναγκαίος, αλλά μαζί με αυτόν και η ουσιαστική στήριξη των φορέων που θα κληθούν να συμβάλουν στην υλοποίησή του, ιδίως την περίοδο της οικονομικής κρίσης όπου γίνονται όλο και πιο σοβαρές οι αρνητικές επιπτώσεις από τη χρήση και κατάχρηση των ουσιών. Όπως τονίζει και ο Πρόεδρος της Επιτροπής του ΟΗΕ, οι χώρες πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι «αρμόδιες αρχές διαθέτουν κατάλληλους πόρους και στελέχωση». Αυτό αποτελεί ζητούμενο σήμερα για τη χώρα μας. Οι φορείς έχουν υποστεί σημαντικές περικοπές και αδυνατούν να καλύψουν τα κενά στη στελέχωσή τους. Στο ΚΕΘΕΑ, ενώ τα αιτήματα των τοπικών κοινωνιών για δημιουργία νέων μονάδων αυξάνονται, ο αριθμός των εργαζομένων έχει μειωθεί και η εντατικοποίηση της εργασίας σε διάφορες μονάδες «πρώτης γραμμής» αφήνει τους εργαζόμενους έκθετους στον κίνδυνο της επαγγελματικής εξουθένωσης. Επιπλέον, το ΚΕΘΕΑ συναντά συνεχώς σημαντικές γραφειοκρατικές δυσκολίες στην προσπάθειά του να αξιοποιήσει εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και την κοινωνία των πολιτών. Για παράδειγμα, η δημιουργία ενός δικτύου από το ΚΕΘΕΑ για την πρωτογενή φροντίδα των εξαρτημένων ατόμων που διαβιούν στο δρόμο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη με χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον αέρα, καθώς αναμένεται ακόμα η έγκριση της πρόσληψης από τα συναρμόδια υπουργεία 20 ατόμων για 36 μήνες, παρόλο που το κόστος μισθοδοσίας τους καλύπτεται πλήρως από τη χορηγία του Ιδρύματος και δεν επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.