Με μια αλλαγή της τελευταίας στιγμής που αφορά τους μετανάστες με προβλήματα χρήσης ουσιών, ο Μεταναστευτικός Κώδικας του Υπουργείου Εσωτερικών, που συζητείται την Τρίτη στη Βουλή, έρχεται να υπονομεύσει το δικαίωμά τους για θεραπεία και να αμφισβητήσει ευθέως τις αρμοδιότητες και το έργο των θεραπευτικών οργανισμών. Με την προωθούμενη αλλαγή οι μετανάστες χάνουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν βεβαίωση παρακολούθησης από το θεραπευτικό πρόγραμμα στο οποίο είναι ενταγμένοι, βεβαίωση που είναι αναγκαία για την ανανέωση της άδειας παραμονής, προκειμένου να ολοκληρωθεί η θεραπευτική διαδικασία ψυχικής απεξάρτησης.
Συγκεκριμένα, η παρ. 1, εδάφιο ζ του άρθρου 19 («Χορήγηση και ανανέωση αδειών παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους») αναφέρει ότι η παρακολούθηση εγκεκριμένου κατά το νόμο θεραπευτικού προγράμματος χρειάζεται να αποδεικνύεται με έγγραφη βεβαίωση όχι του διευθυντή του προγράμματος αυτού (όπως γίνεται μέχρι σήμερα και είχε αρχικώς συμπεριληφθεί στο κατατεθέν νομοσχέδιο), αλλά διευθυντή ψυχιατρικής κλινικής κρατικού νοσοκομείου ή τμήματος κρατικού νοσοκομείου ή του επιστημονικά υπεύθυνου μονάδας ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, o oποίος πρέπει να είναι υποχρεωτικά ψυχίατρος.
Η ανάθεση της γνωμάτευσης σε φορέα ο οποίος δεν έχει τη θεραπευτική ευθύνη, είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί. Επιπλέον, θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός μηχανισμού παραπομπών χωρίς νόημα, ο οποίος θα επιβαρύνει τη λειτουργία των κρατικών ψυχιατρικών κλινικών και νοσοκομείων, θα αυξήσει το κόστος, θα επιβραδύνει και θα δυσχεράνει τη θεραπευτική διαδικασία και, τελικά, θα ακυρώσει το έργο των θεραπευτικών φορέων.
Πώς είναι δυνατόν, ενώ ο νόμος αναγνωρίζει την αρμοδιότητα των εγκεκριμένων φορέων στο να διαγιγνώσκουν και να θεραπεύουν την εξάρτηση, να τους αφαιρείται η αυτονόητη δυνατότητα να εκδίδουν βεβαιώσεις παρακολούθησης του προγράμματός τους;
Αν δεν πρόκειται περί λάθους -το οποίο έχουν επισημάνει και ζητούν να διορθωθεί οι επιστημονικά υπεύθυνοι των φορέων (ΟΚΑΝΑ, 18ΑΝΩ-ΨΝΑ, ΑΡΓΩ-ΨΝΘ, ΚΕΘΕΑ)- τι άλλο μπορεί να είναι εκτός από διακριτική μεταχείριση εις βάρος των μεταναστών το γεγονός ότι, ενώ οι φορείς (βάσει του νόμου 4139/2013) διατηρούν τη δυνατότητα, η οποία έχει νομοθετικά κατοχυρωθεί από το 1987 (ν.1729), να εκδίδουν βεβαιώσεις παρακολούθησης ή ολοκλήρωσης των προγραμμάτων τους για τους υπόλοιπους θεραπευόμενούς τους, δεν θα μπορούν να το κάνουν για όσους είναι μετανάστες;
Ο νόμος 4139, υιοθετώντας τα σύγχρονα διεθνή επιστημονικά δεδομένα, αντικατέστησε την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη για τη διαπίστωση της εξάρτησης με μια εγκυρότερη, διεπιστημονική διαδικασία που διενεργείται από τους παραπάνω φορείς. Η προτεινόμενη αλλαγή ανατρέπει αυτήν την κατάκτηση και επαναφέρει την ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη αποκλειστικά για τους μετανάστες.
Mε βαθιά ανησυχία και σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τους ανθρώπους που υποστηρίζει, το ΚΕΘΕΑ βλέπει να στοχοποιείται η εξαιρετικά ευάλωτη ομάδα των μεταναστών, να επιχειρείται «ψυχιατρικοποίηση της μετανάστευσης» και να τίθενται εμπόδια στο έργο του. Η διασφάλιση της παραμονής των μεταναστών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα χρήσης στα προγράμματα απεξάρτησης δεν υπηρετεί μόνο το ατομικό δικαίωμα στη θεραπεία και ούτε μόνο ανταποκρίνεται στην υποχρέωση για διεθνή αλληλεγγύη. Διασφαλίζει επίσης το δημόσιο συμφέρον της επανένταξής τους στην κοινωνική ζωή, μακριά από ουσίες και παραβατικότητα.
Τα ΚΕΘΕΑ ζητά την επαναφορά της αρχικής διατύπωσης της διάταξης, όπως αυτή είχε κατατεθεί στη Βουλή:
«ζ. Σε πρόσωπα που παρακολουθούν εγκεκριμένο κατά το νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής εξάρτησης, όπως τούτο αποδεικνύεται με έγγραφή βεβαίωση του διευθυντή του προγράμματος. Η διάρκεια της αρχικής άδειας διαμονής είναι ετήσια. Μπορεί να ανανεώνεται κάθε φορά μέχρι δύο έτη εφόσον πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις. Η άδεια διαμονής παρέχει δικαίωμα εξαρτημένης εργασίας-παροχής υπηρεσιών ή έργου και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος μπορεί να ανανεωθεί για έναν από τους λόγους του παρόντος Κώδικα»