Απολογιστική συνέντευξη Τύπου ΚΕΘΕΑ «Κρίση και εξάρτηση: αδιέξοδα και προοπτικές» (ομιλία Χ. Πουλόπουλου, Διευθυντή ΚΕΘΕΑ)


To προφίλ των χρηστών

Η πλειονότητα των χρηστών που προσέγγισαν τα Συμβουλευτικά Κέντρα του ΚΕΘΕΑ το 2011 είναι άνδρες ελληνικής υπηκοότητας. Το μεγαλύτερο ποσοστό προσήλθε στις μονάδες με δική του πρωτοβουλία. Περισσότεροι από 6 στους 10 ήταν άνεργοι. Οι μισοί ήταν απόφοιτοι λυκείου, ενώ 1 στους 5 περίπου δεν είχε ολοκληρώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Οι 9 στους 10 είχαν σταθερή στέγη και οι περισσότεροι από αυτούς διέμεναν με τη γονική τους οικογένεια.

Κύρια ουσία κατάχρησης παραμένει η ηρωίνη και τα οπιοειδή, παρατηρείται ωστόσο σταδιακή μείωση της χρήσης τους τα τελευταία χρόνια, ενώ επικρατέστερος τρόπος χρήσης είναι η εισπνοή από τη μύτη. Οι 6 στους 10 έχουν κάνει ενέσιμη χρήση κάποια στιγμή και περίπου οι μισοί από αυτούς έχουν μοιραστεί σύριγγα.

Η ηπατίτιδα C αποτελεί την επικρατέστερη μολυσματική ασθένεια με 1 στους 4 χρήστες να γνωρίζει ότι πάσχει, ενώ ένα περίπου αντίστοιχο ποσοστό δεν έχει εξεταστεί ποτέ για τις ηπατίτιδες (B και C) ή τον HIV. Πάντως, οι 4 στους 10 ανέφεραν κάποιο πρόβλημα σωματικής υγείας (κυρίως ηπατίτιδα και ορθοπεδικά) και οι 2 στους 10 ιστορικό ψυχολογικών/ψυχιατρικών προβλημάτων (με συχνότερη την κατάθλιψη).

Οι 3 στους 4 έχουν συλληφθεί τουλάχιστον μία φορά στο παρελθόν και πάνω από 4 στους 10 έχουν καταδικαστεί τουλάχιστον μία φορά. Οι 3 στους 10 από όσους ανέφεραν σύλληψη έχουν φυλακιστεί. Πάνω από τους μισούς είχαν δικαστικές εκκρεμότητες.

Οι επιπτώσεις της κρίσης

Ενώ η ελληνική κοινωνία διανύει το τρίτο έτος μια σφοδρής και άνευ προηγουμένου οικονομικής κρίσης, οι δραματικές συνέπειές της στη σωματική και ψυχική υγεία του πληθυσμού και την κοινωνική συνοχή είναι πλέον αδιαμφισβήτητες. Η ανεργία και η σημαντική μείωση των εισοδημάτων έχουν οδηγήσει σε αύξηση της κατάθλιψης και των αυτοκτονιών, των αστέγων, των ανθρώπων που υποσιτίζονται, της παραβατικότητας και της κοινωνικής έντασης, και, βέβαια, της χρήσης νόμιμων και παράνομων ουσιών.

Ακόμα και σε περιόδους οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας, η εξάρτηση είναι μια κατάσταση που επιβαρύνει πολλαπλά το άτομο, την οικογένειά του και την κοινωνία. Τι σημαίνει, όμως, το να είσαι εξαρτημένος χρήστης στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης;

Σήμερα μια σειρά από παράγοντες, που δεν αφορούν μόνο τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην κοινωνία αλλά και τις ακολουθούμενες πολιτικές δημιουργούν ένα νέο, ζοφερό σκηνικό σε σχέση με τη χρήση ουσιών και επιδεινώνουν την κατάσταση των εξαρτημένων. Ας δούμε ποιοι είναι αυτοί:

Καταρχήν η οικονομική κρίση επηρεάζει δυσμενώς τους ίδιους τους χρήστες και τη συμπεριφορά τους στη χρήση. Η συρρικνούμενη δυνατότητα των χρηστών να εξασφαλίσουν τη δόση τους τούς οδηγεί στην επιλογή οικονομικότερων αλλά πιο επικίνδυνων ουσιών, όπως η νέα ουσία «σίσα». Σύμφωνα με έρευνα του ΚΕΘΕΑ (2011), στην οποία συμμετείχαν 148 εξαρτημένοι χρήστες που προσεγγίστηκαν σε διάφορες πιάτσες του κέντρου της Αθήνας, το 95 % γνωρίζει την ύπαρξη της ουσίας και το 68,5% κάνει περιστασιακή χρήση της. Η ουσία, που έχει βάση την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη,  είναι διεγερτική και προκαλεί επιθετικότητα, ενώ δεν καταστέλλει την ερωτική επιθυμία όπως τα οπιοειδή.  Καταναλώνεται κυρίως με κάπνισμα (όπως δήλωσε το 68,8% από τους ερωτηθέντες που την είχαν χρησιμοποιήσει) αλλά και ενέσιμα (15,5% από τους ερωτηθέντες που την είχαν χρησιμοποιήσει). Η «σίσα» είναι φθηνή, καθώς η τιμή της δόσης φαίνεται να αρχίζει από τα 2-3€ και ευρέως διαθέσιμη,  αλλά ιδιαίτερα επικίνδυνη για την υγεία και τη ζωή των χρηστών.

Σημαντική ένδειξη για τη μεταβολή της συμπεριφοράς των εξαρτημένων χρηστών και τη στροφή τους σε πιο επικίνδυνες πρακτικές χρήσης αποτελεί και ο διαπιστωμένος οκταπλασιαμός των νέων κρουσμάτων ΗΙV στον πληθυσμό τους μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2011 αλλά και οι διαστάσεις επιδημίας που φαίνεται, την ίδια στιγμή, να λαμβάνει η εξάπλωση της ηπατίτιδας C. 

Επιπλέον η κρίση φαίνεται να αυξάνει τον αριθμό των εξαρτημένων που διαβιούν στο δρόμο κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Οι άνθρωποι αυτοί είναι στην πλειονότητά τους αποκομμένοι από το κοινωνικό τους δίκτυο, τις υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας ή άλλες πηγές βοήθειας. Οι συνθήκες ζωής τους είναι ακραίες και ο βαθμός κοινωνικού αποκλεισμού τους οξυμένος. Αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό των χρόνιων προβληματικών χρηστών στη χώρα μας, χωρίς ωστόσο να είναι σε επαφή με θεραπευτικά προγράμματα και να λαμβάνουν θεραπευτική βοήθεια.

Είναι σαφές ότι την περίοδο της οικονομικής κρίσης η κατάσταση των εξαρτημένων στη χρήση επιδεινώνεται και αυξάνεται η κοινωνική τους περιθωριοποίηση. Σε αυτό συμβάλει και η μείωση των προσδοκιών για την αντιμετώπιση της εξάρτησης και των προβλημάτων που σχετίζονται με αυτή, λόγω της γενικότερης έλλειψης προοπτικών κοινωνικής και εργασιακής ενσωμάτωσης μετά την απεξάρτηση.

Η οικονομική κρίση επηρεάζει επίσης σημαντικά τις οικογένειες και το στενό περιβάλλον των χρηστών. Θα αντιληφθούμε τη σημασία του γεγονότος αν αναλογιστούμε ότι οι  6 στους 10 χρήστες στην Ελλάδα που προσεγγίζουν τα θεραπευτικά προγράμματα μένουν με την οικογένειά τους, η οποία αποτελεί βασική πηγή παραπομπή τους στη θεραπεία και στηρίζει καθοριστικά το χρήστη τόσο κατά της διάρκεια της διαδικασίας ψυχικής απεξάρτησης όσο και της κοινωνικής επανένταξης. Σήμερα η ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για τις οικογένειες να αναζητήσουν θεραπεία, αφού προέχουν τα ζητήματα επιβίωσης, ενώ το οικογενειακό περιβάλλον δεν διαθέτει πάντα τα ίδια ψυχικά αποθέματα και τις πρακτικές δυνατότητες για να στηρίξει τη διαδικασία απεξάρτησης και επανένταξης.

Η κρίση αυξάνει επίσης τα φαινόμενα κοινωνικής έντασης και επιθετικότητας και επηρεάζει τη στάση της κοινωνίας απέναντι στους εξαρτημένους. Οι  κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, όπως οι εξαρτημένοι, οι μετανάστες, τα άτομα με προβλήματα ψυχικής υγείας  στοχοποιούνται και υφίστανται τις επιπτώσεις μιας παράλογης επιθετικότητας, γιατί τους χρεώνεται η ευθύνη για την κρίση, την εγκληματικότητα, την ανεργία. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Εμείς δυστυχώς τα διαπιστώνουμε πολύ συχνά μέσα από τη λειτουργία του          Κέντρου μας για μετανάστες  στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, συμμετέχοντες του οποίου υφίστανται περιστατικά προπηλακισμών, βίας και αποκλεισμού της πρόσβασής τους στο πρόγραμμα. Ο ρατσισμός και η βία εκφράζονται τόσο μέσα από τη δράση αυτόκλητων ομάδων όσο και ως επίσημη πολιτική με επιχειρήσεις σκούπας για την εκδίωξη των εξαρτημένων από το κέντρο της πόλης, στρατόπεδα μεταναστών και απελάσεις, διαπόμπευση των εκδιδόμενων και εξαρτημένων οροθετικών γυναικών, καταστολή, εγκλεισμό και ιδρυματικές πρακτικές. Η πολιτική, αυτή, ωστόσο μπορεί να εκτονώνει το δημόσιο αίσθημα και να μεταβάλλει προσωρινά την όψη των κοινωνικών προβλημάτων, αλλά δεν αντιμετωπίζει  τα βαθύτερα αίτιά τους και  δεν προσφέρει βιώσιμες λύσης που σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και προάγουν την κοινωνική συνοχή.

Την ίδια στιγμή οι οργανισμοί θεραπείας καλούνται να ανταποκριθούν σε περισσότερες και πιο οξυμένες ανάγκες με πολύ λιγότερους πόρους, λόγω των δραστικά μειωμένων προϋπολογισμών και των ελλείψεων σε προσωπικό. Στο όνομα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της λιτότητας περικόπτονται οι κοινωνικές δαπάνες με αποτέλεσμα να βαθαίνουν οι ανισότητες και τα κοινωνικά προβλήματα. Σε αυτό το πλαίσιο επιλέγονται είτε φθηνές «λύσεις», όπως η χορήγηση των υποκαταστάτων ή και των ίδιων των εξαρτησιογόνων ουσιών, ή κατασταλτικές λύσεις με διώξεις, φυλακίσεις και αποκλεισμούς.

Όσον αφορά την πρώτη «λύση», συχνά διατυπώνεται η άποψη ότι δεν διαθέτουν όλοι οι χρήστες την επιθυμία ή τα χαρακτηριστικά εκείνα που θα τους επιτρέψουν να ενταχτούν σε θεραπευτική διαδικασία και να την ολοκληρώσουν και είναι, επομένως, σημαντικό να είναι σε επαφή με υπηρεσίες χαμηλών προδιαγραφών, όπως τα προγράμματα υποκατάστασης, προκειμένου να περιορίσουν τουλάχιστον την παραβατικότητα και τις βλάβες που συνδέονται με την υγεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αναγκαίο να προσφέρεται υποστήριξη σε όλους τους χρήστες, ανεξαρτήτως από το στάδιο της χρήσης στο οποίο βρίσκονται και το βαθμό κινητοποίησης τους για θεραπεία. Το ΚΕΘΕΑ, άλλωστε, πρώτο εφάρμοσε προγράμματα προσέγγισης και μονάδες άμεσης πρόσβασης για χρήστες στο δρόμο. Καμιά παρέμβαση, ωστόσο, δεν είναι ουσιαστική όταν εξαντλείται στη χορήγηση μιας ουσίας και αγνοεί τις ανάγκες των ατόμων. Οι εξαρτημένοι ούτως ή άλλως θα σπεύσουν να εγγραφούν σε κάθε λίστα που αφορά τη δωρεάν χορήγηση μιας ουσίας, είτε εξαρτησιογόνου είτε υποκατάστατης, ιδιαιτέρα αν ταυτόχρονα τους επιτρέπεται να συνεχίζουν και τη χρήση και τον τρόπο ζωής σε αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές φυσικά πολύ δύσκολα επιτυγχάνεται ο στόχος της μείωσης της βλάβης και της παραβατικότητας.

Όσον αφορά τη δεύτερη «λύση», βλέπουμε ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν ενταθεί οι επιχειρήσεις-«σκούπα» και άλλα συναφή μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό είδαμε τη μεταφορά των μονάδων του ΟΚΑΝΑ στα νοσοκομεία, επιχειρήσεις–«σκούπα» στο κέντρο της Αθήνας, οι οποίες οδηγούν σε συνεχείς μετακινήσεις των εξαρτημένων από τη μια περιοχή στην άλλη. Πολύ χαρακτηριστικό και το πρόσφατο παράδειγμα της δημοσιοποίησης των προσωπικών στοιχείων και της διαπόμπευσης των εκδιδόμενων οροθετικών γυναικών αλλά και η σκλήρυνση της στάσης του δικαστικού σώματος απέναντι σε αυτούς τους πληθυσμούς.  Ας σημειώσουμε εδώ και τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει για το στόχο της απεξάρτησης και της κοινωνικής ένταξης η διατήρηση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου για τα ναρκωτικά. Η επικέντρωση της πολιτικής και της δημόσιας συζήτησης για το Νομοσχέδιο του Κώδικα Ναρκωτικών σε ένα μόνο άρθρο του, της αποποινικοποίησης της χρήσης, είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί μια πραγματική ευκαιρία για ουσιαστική  αλλαγή στην νομική αντιμετώπιση των εξαρτημένων που αφορούσε την κατοχύρωση του δικαιώματός τους σε θεραπεία, τον εξορθολογισμό των ποινών, την καθιέρωση ενός νέου τρόπου διάγνωσης της εξάρτησης και τα εναλλακτικά της φυλάκισης μέτρα. Αυτή ήταν η πραγματική τομή του νομοσχέδιου που θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα σε εκατοντάδες χρήστες που βρίσκονται στη φυλακή ή αντιμέτωποι με το νόμο να αλλάξουν ζωή, βελτιώνοντας έτσι αισθητά και το χρόνιο, δραματικό φαινόμενο του υπερπληθυσμού στις ελληνικές φυλακές.

 

Με αυτά τα δεδομένα, να, λοιπόν, πώς συνοψίζεται η κατάσταση γύρω από το πρόβλημα των ναρκωτικών στην Ελλάδα σήμερα

Η κρίση ευνοεί την εξάπλωση της χρήσης ουσιών και πλήττει δυσανάλογα τους εξαρτημένους και τις οικογένειές τους. Περισσότερα άνθρωποι θα καταφεύγουν στη χρήση ουσιών και τις διάφορες μορφές εξάρτησης, περισσότερες οικογένειες θα περιέρχονται σε αδιέξοδο, περισσότεροι χρήστες θα βρίσκονται στο δρόμο και τις φυλακές. Ενώ τα προβλήματα και οι ανάγκες των χρηστών θα συνεχίσουν να  μεγαλώνουν, το δικαίωμά τους σε θεραπεία και ένταξη θα τίθεται σε αμφισβήτηση, η περιθωριοποίησή τους θα εντείνεται και στην πράξη θα περιορίζονται οι δυνατότητες τους για αλλαγή τρόπου ζωής, μέσα από πολιτικές που πριμοδοτούν φθηνές λύσεις διαχείρισης του προβλήματος και όχι την κοινωνική ένταξη. Εδώ διαγράφεται ένας σοβαρός κίνδυνος για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία,  την υγεία, την ασφάλεια, τη συνοχή της και το μέλλον της. Γιατί είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι η εξάρτηση δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο τους χρήστες ουσιών και τις οικογένειές τους.